ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ως γνωστόν το 2007 ψηφίστηκε νέος νόμος που ρυθμίζει την παράγωγή και διάθεση των προϊόντων αρτοποιίας εν γένει. Δημοσιεύτηκε στο υπ’αριθ. 24 Α’ τεύχος της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της 9-2-2007 και έλαβε τον αριθ. 3526.
0 νέος νόμος αποτελεί μείγμα κωδικοποίησης υφισταμένων διατάξεων εν γένει και θέσπισης νέων τοιούτων, ορισμένες των οποίων έχουν μεταφυτευθεί στο κείμενο του εκ της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Από την μελέτη τους ωστόσο συχνά προκύπτουν ερμηνευτικές δυσχέρειες, που οφείλονται κυρίως σε εξειδικευμένες έννοιες. Ωστόσο, ο νόμος ισχύει από 9-2-2007 και σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις από 1-1-2008.
Και είναι φυσικό αυτοί στους οποίους πρωτίστως αναφέρεται, δηλ. οι επιχειρήσεις αρτοποιίας, να έχουν εύλογες νομικές αμφιβολίες. Εξ’ άλλου, λόγω του νεαρού των διατάξεων του νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση τούτου εκδοθεισών Υπουργικών Αποφάσεων, μήτε η δικαστική πράξη (νομολογία) μήτε η νομική θεωρία (επιστήμη) έχουν ακόμα αρκούντως ασχοληθεί με την ερμηνεία, και εφαρμογή τους. Ερμηνευτικά επίσης ζητήματα φαίνεται να αντιμετωπίζουν και οι αρμόδιες Νομαρχιακές και Δημοτικές Υπηρεσίες.
Εν όψει τούτων, η Ομοσπονδία Αρτοποιών Ελλάδος (Ο.Α.Ε.), με την πολύτιμη συνδρομή νομικών συνεργατών, προσπάθησε να διευκολύνει όσο μπορούσε στην κατανόηση και εφαρμογή του νόμου με την διατύπωση ερμηνευτικών απόψεων κάτω από κάθε άρθρο. Ελπίζουμε πως η εργασία αυτή θα αποτελέσει αφορμή για την ορθή εφαρμογή των βασικών διατάξεων του νόμου. Μέχρι τότε νομίζουμε ότι με την πρωτοβουλία μας αυτή προσφέρουμε άμεσα κάποιο βοήθημα, κυρίως στις Πρωτοβάθμιες Αρτοποιητικές Οργανώσεις της Χώρας, μέλη της Ο.Α.Ε
Αθήνα 2008
Ο Πρόεδρος του Δ.Σ. της Ο.Α.Ε
Μιχάλης Μούσιος
ΝΟΜΟΣ 3526/2007
ΦΕΚ 24/Α/9.2.2007
Παραγωγή και διάθεση προϊόντων αρτοποιίας και συναφείς διατάξεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Άρθρο 1
Ορισμοί
1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, νοούνται:
α) «Αρτοποιός»: Ο επαγγελματίας που παρασκευάζει άρτο ή αρτοπαρασκευάσματα ή αρτοσκευάσματα, με βάση το αλεύρι από δημητριακά παντός τύπου,
β) «Αρτοποιείο»: Η τεχνοοικονομική μονάδα κατά την έννοια της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3325/2005 (ΦΕΚ 68 Α), της οποίας η εγκατεστημένη κινητήρια ισχύς δεν υπερβαίνει τα 22KW ή η αντίστοιχη θερμική τα 50KW. Η ανωτέρω τεχνοοικονομική μονάδα προορίζεται για την παραγωγή προϊόντων αρτοποιίας και άλλων σκευασμάτων τροφίμων τα οποία έχουν ως βάση το αλεύρι, εκτός από τα ζυμαρικά, καθώς και για την έψηση φαγητών και λοιπών παρασκευασμάτων. Στο αρτοποιείο, κατά την ανωτέρω έννοια, μπορεί να ολοκληρώνεται, στον εσωτερικό του χώρο, ο κύκλος παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας, από την επεξεργασία των πρώτων υλών μέχρι την τελική έψηση αυτών και να επιτρέπεται η πώληση των προϊόντων που παράγονται σε αυτό.
γ) «Αρτοπαρασκεύασμα»: Το προϊόν αρτοποιίας που παρασκευάζεται από άλευρα ενός δημητριακού ή προσμείξεις αλεύρων διαφόρων δημητριακών, εφόσον ο τρόπος παρασκευής του δεν συμπίπτει με τον τρόπο παρασκευής των ειδών άρτου που περιγράφονται στην περίπτωση δ’ και το οποίο διατίθεται στην κατανάλωση με την ονομασία «αρτοπαρασκεύασμα». Αρτοπαρασκεύασμα αποτελεί και η λαγάνα της Καθαρός Δευτέρας.
δ) «Άρτος» (χωρίς άλλη ένδειξη): Το προϊόν αρτοποιίας που παρασκευάζεται με έψηση μέσα σε ειδικούς κλιβάνους, υπό καθορισμένες συνθήκες μάζας, η οποία αποτελείται από αλεύρι σίτου, νερό, ζύμη και μικρή ποσότητα αλατιού. Αν για την παρασκευή του άρτου χρησιμοποιούνται άλευρα σίτου ή μείγμα αλεύρων άλλων δημητριακών προϊόντων εκτός του σίτου, ο παρασκευαζόμενος άρτος φέρει την ονομασία των αντίστοιχων δημητριακών προϊόντων. Ο άρτος διακρίνεται σε:
αα) Λευκό άρτο, που παρασκευάζεται από άλευρα τ. 70%, από μαλακό σίτο και διατίθεται στην κατανάλωση με την ονομασία «άρτος λευκός τ. 70%»,
ββ) Μαύρο άρτο, που παρασκευάζεται από άλευρα τ. 90%, με πρόσθετη ξηρά γλουτένη σε αναλογία 3% από μαλακό σίτο και διατίθεται στην κατανάλωση με την ονομασία «άρτος μαύρος τ. 90%»,
γγ) Σύμμεικτο άρτο, που παρασκευάζεται από ισόποση ανάμειξη αλεύρων κατηγορίας Μ, από σκληρό σίτο και άλευρα τ. 70%, από μαλακό σίτο και διατίθεται στην κατανάλωση με την ονομασία «άρτος σύμμεικτος»,
δδ) Βιολογικό άρτο, που παρασκευάζεται από άλευρα, τα οποία προέρχονται από σίτο βιολογικής καλλιέργειας, σύμφωνα με νόμιμες πιστοποιήσεις.
ε) «Αρτοσκεύασμα»: Το προϊόν αρτοποιίας το οποίο παρασκευάζεται κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν της παρασκευής του άρτου, με απλό ή διπλό κλιβανισμό, διαφέρει, όμως, από τον άρτο ως προς την μακροσκοπική υφή και τους οργανοληπτικούς χαρακτήρες του. «Απλά αρτοσκευάσματα»: Τα προϊόντα αρτοποιίας, τα οποία μπορεί να αντικαταστήσουν τον άρτο, όπως φρυγανιές, αρτίδια, φραντζολάκια, κουλούρια, παξιμάδια, ο διπυρίτης άρτος, οι πίττες για σουβλάκια. «Διάφορα αρτοσκευάσματα»: Τα κάθε μορφής και φύσης αρτοσκευάσματα, που παρασκευάζονται κατά τρόπο ανάλογο με τον τρόπο παρασκευής του άρτου, διαφέρουν όμως χαρακτηριστικά από αυτόν, ως προς τους μακροσκοπικούς και οργανοληπτικούς χαρακτήρες τους, λόγω της προσθήκης σε αυτά, πέραν των πρώτων υλών που επιτρέπονται για την παρασκευή του άρτου και άλλων πρώτων υλών που επιτρέπονται από τον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών (υπουργική απόφαση 1100/1987 ΦΕΚ Β 788), όπως γάλα, γιαούρτι, βούτυρο, τυροκομικά προϊόντα, αυγά, λιπαρές ύλες, γλυκαντικές ύλες, προϊόντα τομάτας, ελιές, αρτυματικές ύλες, προϊόντα αλλαντοποιίας. «Διάφορα αρτοσκευάσματα ζαχαροπλαστικής»: Τα προϊόντα αρτοποιίας, όπως παξιμάδια, κουλούρια, φρυγανιές και άλλα βουτήματα ζαχαροπλαστικής, που περιέχουν υποχρεωτικά λιπαρές ύλες και μια από τις φυσικές γλυκαντικές ύλες που προσδίδει σε αυτά γλυκιά ή γλυκίζουσα γεύση.
στ) «Βιομηχανική-βιοτεχνική εγκατάσταση αρτοποιίας»: Η τεχνοοικονομική μονάδα κατά την έννοια της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3325/2005, η οποία προορίζεται για την παραγωγή προϊόντων αρτοποιίας, ζύμης και ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας.
ζ) «Διατηρημένος άρτος» ή «διατηρημένο αρτοπαρασκεύασμα ή αρτοσκεύασμα»: Ο άρτος ή το αρτοπαρασκεύασμα ή το αρτοσκεύασμα που, από την φύση τους ή λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, τα οποία οφείλονται στις μεθόδους παραγωγής ή συσκευασίας, προορίζονται για πώληση, μετά την πάροδο τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων ωρών από το τέλος της ολοκλήρωσης της διαδικασίας παραγωγής τους. Στα ανωτέρω προϊόντα δεν περιλαμβάνονται ο άρτος, το αρτοπαρασκεύασμα και το αρτοσκεύασμα, που υποβάλλονται σε πρόσθετες διαδικασίες επεξεργασίας με σκοπό την ξήρανση, το φρυγάνισμα και την πρόσθετη έψησή τους.
η) «Δραστηριότητα αρτοποιίας»: Το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων που αφορούν οποιαδήποτε φάση παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας, ζύμης και ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας.
θ) «Ενδιάμεσο προϊόν αρτοποιίας»: Η προδιαμορφωμένη ή μη ζύμη ωμού άρτου, με ή χωρίς ζύμωση, η οποία προορίζεται για παρατεταμένη συντήρηση και στη συνέχεια για έψηση, με σκοπό την τελική παραγωγή προϊόντων αρτοποιίας, καθώς και ο ημιψημένος και κατεψυγμένος ή ο ψημένος και κατεψυγμένος άρτος. Ζύμες, κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, είναι οι ζύμες που υποβάλλονται σε κατάψυξη, ταχεία κατάψυξη ή άλλες μεθόδους συντήρησης και διατηρούν αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά του ενδιάμεσου προϊόντος για διάστημα μεγαλύτερο των δύο (2) ημερών, με την ουσιαστική διακοπή του κύκλου παραγωγής τους. Ενδιάμεσα προϊόντα αρτοποιίας αποτελούν και τα προϊόντα των οποίων η μέθοδος συντήρησης είναι διαφορετική από την κατάψυξη.
ι) «Εγκατάσταση περάτωσης έψησης»: Η τεχνοοικονομική μονάδα κατά την έννοια των περιπτώσεων α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3325/2005, που είναι εγκατεστημένη σε ειδικά διαρρυθμισμένο χώρο και κατάλληλα εξοπλισμένη για την έψηση ενδιαμέσων προϊόντων αρτοποιίας ή την ολοκλήρωση της έψησης του μερικώς ψημένου-κατεψυγμένου άρτου και των διατηρημένων με κατάψυξη προϊόντων αρτοποιίας (bake off).
ια) «Επαγγελματικό εργαστήριο παραγωγής ζύμης και ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας»: Η τεχνοοικονομική μονάδα κατά την έννοια της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3325/2005, της οποίας η εγκατεστημένη κινητήρια ισχύς δεν υπερβαίνει τα 22KW ή η αντίστοιχη θερμική τα 50KW.
ιβ) «Επιχείρηση αρτοποιίας»: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητα αρτοποιίας.
ιγ) «Κοινά αρτοποιεία»: Τα αρτοποιεία, στα οποία η παρασκευή του άρτου γίνεται χωρίς την χρήση μηχανικών μέσων.
ιδ) «Μηχανικά αρτοποιεία»: Τα αρτοποιεία, στα οποία η παρασκευή του άρτου γίνεται με μηχανικά μέσα.
ιε) αα)«Πρατήριο άρτου»: Το αυτοτελές και ανεξάρτητο κατάστημα στον χώρο του οποίου πωλούνται προϊόντα αρτοποιίας και άλλα είδη που επιτρέπεται να πωλούνται στα αρτοποιεία,
ββ) «Αμιγές πρατήριο άρτου»: Το αυτοτελές και ανεξάρτητο κατάστημα, στο χώρο του οποίου πωλούνται αποκλειστικά προϊόντα αρτοποιίας.
ιστ) «Προϊόντα αρτοποιίας»: Ο άρτος, τα αρτοπαρασκευάσματα και τα αρτοσκευάσματα.
ιζ) «Φρέσκος άρτος» ή «Φρέσκο αρτοπαρασκεύασμα»: Ο άρτος ή το αρτοπαρασκεύασμα που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα) πωλούνται στον τελικό καταναλωτή εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας παραγωγής τους,
ββ) παράγονται με συνεχή διαδικασία, από την χρήση των πρώτων υλών του μέχρι την τελική έψηση, χωρίς να μεσολαβεί διακοπή της για τη συντήρηση τους,
γγ) παράγονται με έψηση ζύμης, η οποία δεν έχει υποβληθεί σε κατάψυξη, ταχεία κατάψυξη ή ανάλογη διαδικασία που αποσκοπεί στην συντήρηση της για μακρά διάρκεια και διακόπτει τη διαδικασία παραγωγής του άρτου ή του αρτοπαρασκευάσματος.
ιη) «Υπεύθυνος αρτοποιίας»: Το φυσικό πρόσωπο που είναι ιδιοκτήτης της επιχείρησης αρτοποιίας ή ο οικογενειακός συνεργάτης αυτού ή ο εταίρος νομικού προσώπου που είναι ιδιοκτήτης επιχείρησης αρτοποιίας ή ο εργαζόμενος σε επιχείρηση αρτοποιίας ο οποίος, με εντολή του νομίμου εκπροσώπου της επιχείρησης αυτής, παρέχει, κατά κύριο λόγο, τις υπηρεσίες του μέσα στον χώρο της εγκατάστασης αρτοποιίας, επιβλέποντας και συντονίζοντας την παραγωγή των προϊόντων αρτοποιίας ή της ζύμης σε όλο τον κύκλο παραγωγής τους. Ο υπεύθυνος αρτοποιίας πρέπει να διαθέτει ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα προσόντα: αα) δίπλωμα διετούς επαγγελματικής σχολής αρτοποιίας, με πρακτική εξάσκηση τουλάχιστον ενός έτους σε επιχείρηση αρτοποιίας ή ββ) έχει παράσχει τις υπηρεσίες του, για τρία τουλάχιστον έτη, σε επιχείρηση αρτοποιίας με καθήκοντα ειδικευμένου εργάτη αρτοποιίας ή γγ) έχει ασκήσει, για τρία τουλάχιστον έτη, δραστηριότητα αρτοποιίας ως οικογενειακός συνεργάτης ή εταίρος ιδιοκτήτη επιχείρησης αρτοποιίας, παρέχοντας υπηρεσίες παραγωγικού χαρακτήρα. Για τις εγκαταστάσεις των περιπτώσεων στ’ και ία’ υπεύθυνος αρτοποιίας είναι ο μηχανικός παραγωγής, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 3.
ιθ) «Εγκατάσταση (ίδρυση)», «Λειτουργία», «Εκσυγχρονισμός» και «Επέκταση» των επιχειρήσεων αρτοποιίας: Η εγκατάσταση, η λειτουργία, ο εκσυγχρονισμός και η επέκταση, κατά τις αντίστοιχες έννοιες των περιπτώσεων ζ, η’, ι’ και θ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3325/2005.
2. Από τις διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εμποδίζεται η κυκλοφορία στην αγορά προϊόντων αρτοποιίας τα οποία παράγονται ή και διατίθενται νόμιμα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στην Τουρκία, καθώς και σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), που είναι συμβεβλημένο μέλος στη συμφωνία περί Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.), με την ονομασία, το βάρος και τη συσκευασία που έχουν νόμιμα τα προϊόντα αυτά.
ΥΠΟ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1
Με τα 19 εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του νόμου 3526/2007 προσδιορίζονται αναλυτικά τα προϊόντα αρτοποιίας, τα πρόσωπα (φορείς) φυσικά ή νομικά, καθώς και οι δραστηριότητες γενικά που συνδέονται με την παραγωγή και διάθεση των παραπάνω προϊόντων. Οι ορισμοί της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου δίνουν την νομική έννοια κάθε προϊόντος, προσώπου ή δραστηριότητας, με συνέπεια να αποφεύγεται η εκούσια ή ακούσια χρήση ανακριβών ή απατηλών ονομασιών.
Έτσι π.χ. άρτος, αρτοποιός, αρτοποιείο, πρατήριο άρτου, εγκατάσταση περάτωσης έψησης, εργαστήριο παραγωγής ζύμης και ενδιαμέσων προϊόντων αρτοποιίας, υπεύθυνος αρτοποιίας κ.λπ. αποτελούν ονομασίες και έννοιες νομικά προσδιορισμένες. Συνεπώς απαγορεύεται η χρήση τους όταν δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά στοιχεία που ο νόμος απαιτεί και επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 18 του νόμου.
Οι ορισμοί της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του νόμου, βασικά έχουν ληφθεί από τις αντίστοιχες διατάξεις του Κώδικα Τροφίμων και ποτών, την ΑΙΒ/8377/1983 Υγειονομική Διάταξη και την Κωδικοποιημένη 14/1989 Αγορανομική Διάταξη.
Έτσι ενώ ρητά δεν καταργούνται οι παραπάνω διατάξεις με το άρθρο 21 του νόμου, υφίσταται σαφώς σιωπηρή κατάργηση τούτων, καθό μέρος έχουν μεταφυτευθεί στο περιεχόμενο του νέου νόμου η αντιτίθενται άμεσα ή έμμεσα προς τις διατάξεις του. Έτσι η θέσπιση π.χ. Αγορανομικής Διάταξης αντίθετης προς τις διατάξεις του ειδικού αυτού νόμου είναι νομικά ανίσχυρη και υπόκειται σε ακύρωση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ύστερα από σχετική αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον. Μόνο με διατάξεις ομοίου νόμου (τυπικού) επιτρέπεται να καταργηθούν ή να τροποποιηθούν, με την έννοια αυτή μπορούμε πλέον να μιλάμε για αναβάθμιση πλείστων ουσιαστικών κανόνων δικαίου, που αναφέρονται στην παραγωγή και διάθεση προϊόντων αρτοποιίας εν γένει.
Ο καταργηθείς νόμος 726/1977 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 του νόμου 2065/1992) αναφέρονταν μόνο σε αρτοποιεία και πρατήρια άρτου. Κάθε επιχείρηση παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας ονομάζονταν “αρτοποιείο” ανεξάρτητα από την παραγωγική του δυναμικότητα. 0 νέος νόμος δίνει νέο ορισμό του αρτοποιείου και περαιτέρω αναφέρεται σε άλλες τρεις επιχειρήσεις αρτοποιίας. Την βιομηχανική και βιοτεχνική εγκατάσταση αρτοποιίας, την εγκατάσταση περάτωσης έψησης και το επαγγελματικό εργαστήριο παραγωγής ζύμης και ενδιαμέσων προϊόντων αρτοποιίας. Κάθε μονάδα αρτοποιίας διακρίνεται από την εγκατεστημένη σ΄αυτή κινητήρια ισχύ ή άλλως ιπποδύναμη) και από την παραγωγική δυναμικότητα του κλιβάνου που προσδιορίζει την ελάχιστη επιφάνεια και το ελάχιστο ύψος των χώρων κάθε μονάδας. Το αρτοποιείο εξ’ ορισμού διαθέτει κινητήρια ισχύ 22ΚW ή το ισοδύναμο τούτων 30 ίππους. Επίσης και το εργαστήριο παραγωγής ζύμης και ενδιαμέσων προϊόντων αρτοποιίας. Η Βιομηχανική και Βιοτεχνική εγκατάσταση αρτοποιίας προφανώς υπερβαίνει τα παραπάνω όρια ισχύος. Τέλος η Εγκατάσταση Περάτωσης Εψησης εξ΄ορισμού επίσης μπορεί επιλεκτικά να κινείται στα όρια των 22KW αλλά και να τα υπερβαίνει. Κάθε μονάδα αρτοποιίας που δεν υπερβαίνει το εν λόγω όριο κινητήριας ισχύος αποκαλείται ” Επαγγελματικό Εργαστήριο”, άλλως Βιομηχανική ή Βιοτεχνική εγκατάσταση. Αυτό σαφώς προκύπτει από την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του νόμου 3325/2005. Και σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ίδιου νόμου, έχει πρακτικές συνέπειες. Γιατί τα επαγγελματικά εργαστήρια απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφοδιασμού με άδεια εγκατάστασης και με άδεια λειτουργίας.
Διάκριση μεταξύ των επιχειρήσεων αρτοποιίας υφίσταται και ως προς το αντικείμενο και την διαδικασία παραγωγής των προϊόντων της. Έτσι στο αρτοποιείο ολοκληρώνεται πλήρως στον εσωτερικό του χώρο ο κύκλος παραγωγής των προϊόντων αρτοποιίας και επιτρέπεται η επιτόπια πώληση τούτων, ενώ στις βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες γίνεται λόγος μόνο για παραγωγή προϊόντων αρτοποιίας (άρτος , αρτοπαρασκευάσματα, αρτοσκευάσματα) ζύμης και ενδιαμέσων προϊόντων αρτοποιίας.
Το γεγονός ότι η επιτόπια πώληση των προϊόντων αρτοποιίας επιτρέπεται μόνο στα αρτοποιεία με την παραπάνω έννοια εκτός από το εδάφιο β της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του νόμου προκύπτει ρητά και από την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του ίδιου νόμου.
Τέλος, χαρακτηριστικό των διατάξεων του άρθρου 1 του νόμου που αναφέρεται σε ορισμούς είναι και η ευρύτητα της λειτουργικής αποστολής που δίνεται στα αρτοποιεία, όπου η παραγωγή και πώληση δεν περιορίζεται μόνο στα παραπάνω προϊόντα αρτοποιίας, αλλά και σε κάθε προϊόν που έχει σαν βάση το αλεύρι, εξαιρουμένων ΜΟΝΟΝ των ζυμαρικών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΡΤΟΠΟΙΙΑΣ
Άρθρο 2
Προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας επιχειρήσεων αρτοποιίας
1. Η δραστηριότητα αρτοποιίας, από την επεξεργασία των πρώτων υλών μέχρι την τελική έψηση των προϊόντων αρτοποιίας, μπορεί να ασκείται μόνο από επιχειρήσεις αρτοποιίας που είναι εφοδιασμένες με άδεια εγκατάστασης και άδεια λειτουργίας ή με ειδική δήλωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3325/2005 και, με τις απαιτούμενες υποδομές και την οργάνωση της εργασίας, ολοκληρώνουν στον χώρο της εγκατάστασης τους, τη διαδικασία παραγωγής του άρτου, πλήρους ή μερικής έψησης, καθώς και των λοιπών προϊόντων αρτοποιίας. Οι ανωτέρω επιχειρήσεις μπορούν να παράγουν και ζύμη άρτου εφόσον, με τις απαιτούμενες υποδομές και την οργάνωση της εργασίας, είναι σε θέση να πραγματοποιούν στο χώρο της εγκατάστασης τους τον κύκλο παραγωγής της ζύμης. Η δραστηριότητα που προ βλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο αποτελεί επέκταση επιχείρησης, σύμφωνα με τις περιπτώσεις θ’ και ι’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3325/2005.
Στο αρτοποιείο επιτρέπεται και η παρασκευή και η πώληση γλυκισμάτων, εφόσον τηρούνται οι σχετικές διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας και η δραστηριότητα αυτή προβλέπεται στην άδεια λειτουργίας του.
2. Η εγκατάσταση (ίδρυση), η λειτουργία, η επέκταση, ο εκσυγχρονισμός, η μετεγκατάσταση, η συγχώνευση και η διαρρύθμιση των χώρων των βιομηχανικών – βιοτεχνικών εγκαταστάσεων παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας, των αρτοποιείων και των πρατηρίων άρτου, επιτρέπονται εφόσον τηρούνται οι σχετικές διατάξεις του παρόντος νόμου, του ν. 3325/2005 και πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις που τίθενται από τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992 ΦΕΚ 84 Α), και τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για την ασφάλεια των τροφίμων και τη δημόσια υγεία και ιδίως του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών και της υπουργικής απόφασης ΑΙβ/8577/1983 (ΦΕΚ 526 Β), αντίστοιχα.
3. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης καθορίζεται η δυναμικότητα παραγωγής κάθε τύπου κλιβάνου παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας. Από την δυναμικότητα που καθορίζεται κατά το προηγούμενο εδάφιο, επιτρέπεται απόκλιση ±10%.
4. α) Για την άσκηση δραστηριοτήτων των περιπτώσεων β’, στ’, ι’ και ία’ του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, απαιτείται άδεια εγκατάστασης και άδεια λειτουργίας ή ειδική δήλωση, που χορηγούνται από την Αδειοδοτούσα Αρχή η οποία προβλέπεται στην περίπτωση ιδ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3325/2005, μετά από σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας Υπηρεσίας Υγείας της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 9 του άρθρου 4 του ν. 3325/2005.
β) Οι άδειες ή η ειδική δήλωση που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, συνοδεύονται υποχρεωτικά από σχετικό σχεδιάγραμμα θεωρημένο από την Αδειοδοτούσα Αρχή.
5. α) Το κτίριο ή το τμήμα αυτού στα οποία εγκαθίστανται και λειτουργούν οι δραστηριότητες που αναφέρονται στις περιπτώσεις β’, στ’, ι’ και ια’ του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, υπάγονται στη Κατηγορία «Βιομηχανία – Βιοτεχνία», σύμφωνα με το άρθρο 3 του ισχύοντος Κτιριοδομικού Κανονισμού (υπουργική απόφαση 304/1989, ΦΕΚ 59 Δ’).
β) Εντός του ενιαίου χώρου του κτιρίου, όπως προσδιορίζεται στις περιπτώσεις β’ και στ’ του άρθρου 1, περιλαμβάνονται τα εξής διαμερίσματα και χώροι: ζυμωτήριο, πρατήριο άρτου ή αποθήκη άρτου, αποθήκη αλεύρων, κλίβανος παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας και θερμοθάλαμος με χώρο εκκλιβάνισης, αποθήκη στερεών καυσίμων, όπου απαιτείται, αποδυτήριο, αποχωρητήριο, και λουτρό εργαζομένων. Ειδικότερα, τα διαμερίσματα και οι χώροι του ζυμωτηρίου, του πρατηρίου άρτου ή της αποθήκης άρτου, της αποθήκης αλεύρων και του κλιβάνου παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας και θερμοθαλάμου με χώρο εκκλιβάνισης, δεν επιτρέπεται να αποτελούν διαμερίσματα ή χώρους υπογείου. Αν τα διαμερίσματα του ζυμωτηρίου και της αποθήκης αλεύρων βρίσκονται σε διαφορετικούς ορόφους, απαιτείται η εγκατάσταση αναβατορίου, ανελκυστήρα φορτίων ή άλλων μηχανικών μέσων για τη μεταφορά των αλεύρων. Ο κλίβανος παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας – θερμοθάλαμος με τον χώρο εκκλιβάνισης μπορεί να αποτελούν συνέχεια του διαμερίσματος του ζυμωτηρίου. Στη περίπτωση αυτή, ο χώρος που καταλαμβάνει ο θερμοθάλαμος, αποτελεί χώρο του ζυμωτηρίου.
γ) Για δυναμικότητα κλιβάνου παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας από πέντε χιλιάδες (5.000) μέχρι οκτώ χιλιάδες (8.000) χιλιόγραμμα ανά εικοσιτετράωρο, τα ανωτέρω διαμερίσματα και οι χώροι, απαιτείται να έχουν τις ακόλουθες ελάχιστες διαστάσεις: Το ζυμωτήριο, πενήντα έξι (56) τετραγωνικά μέτρα. Το πρατήριο άρτου ή η αποθήκη άρτου (σε περίπτωση που δεν γίνεται λιανική πώληση), είκοσι πέντε (25) τετραγωνικά μέτρα. Ο κλίβανος και ο θερμοθάλαμος, όση επιφάνεια καταλαμβάνουν. Ο χώρος εκκλιβάνισης, δέκα (10) τετραγωνικά μέτρα. Η αποθήκη αλεύρων, είκοσι (20) τετραγωνικά μέτρα. Η αποθήκη στερεών καυσίμων, όπου απαιτείται, έξι (6) τετραγωνικά μέτρα. Το αποδυτήριο δέκα τέσσερα (14) τετραγωνικά μέτρα. Το αποχωρητήριο, με τον προθάλαμο του και το λουτρό εργαζομένων, την επιφάνεια και τις προδιαγραφές, που ορίζονται, για κάθε περίπτωση, από τις διατάξεις του Κτιριοδομικού Κανονισμού και τις κείμενες υγειονομικές διατάξεις.
Το ύψος των διαμερισμάτων του ζυμωτηρίου και του πρατηρίου άρτου, καθώς και του χώρου εκκλιβάνισης καθορίζεται τουλάχιστον σε τέσσερα (4) μέτρα. Το ύψος των λοιπών διαμερισμάτων και χώρων καθορίζεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κτιριοδομικού Κανονισμού και τις κείμενες υγειονομικές διατάξεις.
Κατά τους υπολογισμούς των ανωτέρω διαστάσεων (επιφανειών και ύψους), εφόσον προκύπτει κλασματικό υπόλοιπο το οποίο υπερβαίνει τα 0,75 της μονάδας, το υπόλοιπο αυτό λογίζεται ως μονάδα, διαφορετικά δεν λαμβάνεται υπόψη.
δ) Για δυναμικότητα κλιβάνου παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας από τρεις χιλιάδες (3.000) μέχρι πέντε χιλιάδες (5.000) χιλιόγραμμα ανά εικοσιτετράωρο, η επιφάνεια των διαμερισμάτων και των χώρων που ορίζεται στην περίπτωση γ’ μειώνεται κατά είκοσι επί τοις εκατό (20%) και το ύψος των διαμερισμάτων και χώρων καθορίζεται σε τρία μέτρα και σαράντα εκατοστά του μέτρου (3.40).
ε) Για δυναμικότητα κλιβάνου παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας μέχρι και τρεις χιλιάδες (3.000) χιλιόγραμμα ανά εικοσιτετράωρο, η επιφάνεια των διαμερισμάτων και των χώρων που ορίζεται στην περίπτωση γ’ μειώνεται κατά τριάντα επί τοις εκατό (30%) και το ύψος των διαμερισμάτων και χώρων καθορίζεται σε τρία (3) μέτρα.
στ) Για δυναμικότητα κλιβάνου παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας πάνω από οκτώ χιλιάδες (8.000) χιλιόγραμμα ανά εικοσιτετράωρο, οι επιφάνειες που ορίζονται στην περίπτωση γ’, αυξάνονται κατά επτά επί τοις εκατό (7%) ανά χίλια χιλιόγραμμα πρόσθετης δυναμικότητας παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας. Σε περίπτωση επέκτασης και εκσυγχρονισμού των αρτοποιείων και των βιομηχανικών-βιοτεχνικών εγκαταστάσεων παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας που αναφέρονται στις περιπτώσεις δ’ και ε’, που συνεπάγονται αύξηση της δυναμικότητας του κλιβάνου παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας, ισχύουν για την περίπτωση δ’ τα ελάχιστα όρια επιφάνειας που ορίζονται για την περίπτωση γ’ και για την περίπτωση ε’ τα ελάχιστα όρια επιφάνειας που ορίζονται για την περίπτωση δ’.
ζ) Σε περίπτωση που τα αρτοποιεία χρησιμοποιούν υγρά καύσιμα ή υγραέριο ή φυσικό αέριο, εφαρμόζονται ο Κτιριοδομικός Κανονισμός, καθώς και οι διατάξεις των κοινών υπουργικών αποφάσεων με αριθμούς: α) Φ15/οίκ.1589/104/2006 (ΦΕΚ 90 Β’) και η από 29.7.1991 (ΦΕΚ 578Β), β) Δ3/14858/1993 (ΦΕΚ 477 Β’) και γ) Δ3/ Α/11346/2003 (ΦΕΚ 963 Β’) ή Δ3/5286/1997 (ΦΕΚ 236 Β).
6. Για την επαναλειτουργία αρτοποιείου, μετά από τη διακοπή της λειτουργίας του για χρονικό διάστημα πέραν του έτους που οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας, απαιτείται σχετική άδεια, η οποία χορηγείται, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου, από το όργανο που είναι αρμόδιο για την έκδοση της άδειας εγκατάστασης (ίδρυσης) και λειτουργίας αρτοποιείου. Στην αίτηση αυτή επισυνάπτονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για τη συνέχιση της λειτουργίας του αρτοποιείου κατά τον ν. 3325/2005, καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία της συνδρομής λόγου ανωτέρας βίας στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου.
Αν διακοπεί η λειτουργία του αρτοποιείου για χρόνο που υπερβαίνει μια συνεχόμενη πενταετία, για την επαναλειτουργία του απαιτείται νέα άδεια, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1.
7. Η τροποποίηση των αδειών εγκατάστασης και λειτουργίας, καθώς και της ειδικής δήλωσης των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στις περιπτώσεις β’, στ’, ι’ και ια’ του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, σχετικά με τον φορέα ή την επωνυμία του, γίνεται σύμφωνα με τις δια τάξεις του άρθρου 11 του ν. 3325/2005. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται για τα πρατήρια άρτου. Δεν λογίζονται ως μεταβολή του φορέα της επιχείρησης αρτοποιίας, η σύσταση από αυτόν, προσωπικής εταιρίας, η λύση της εταιρείας αυτής, αν η σχετική δραστηριότητα εξακολουθεί να ασκείται από ένα τουλάχιστον εταίρο, η νομική μεταβολή των προσώπων τα οποία ασκούν τις δραστηριότητες της επιχείρησης, η πρόσληψη ή η αποχώρηση εταίρου από την εταιρεία, καθώς και η κληρονομική διαδοχή.
8. Η χρήση του όρου «αρτοποιός», καθώς και η εμπορική χρήση των διακριτικών τίτλων «αρτοποιός» ή «αρτοποιείο» ή «φούρνος», επιτρέπεται μόνο σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που επιμελούνται άμεσα, από το στάδιο των επιλεγόμενων πρώτων υλών, το ζύμωμα της ζύμης, την εξέλιξη αυτής μέχρι την πλήρη μορφοποίηση της, καθώς και την έψηση του άρτου στον τόπο της πώλησης του προς τον καταναλωτή. Δεν επιτρέπεται σε άλλα πρόσωπα, εκτός από αυτά που ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο, η χρήση όρου συναφούς με τους όρους «αρτοποιός» ή «αρτοποιείο», εφόσον η χρήση αυτή μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στον καταναλωτή ως προς τον τόπο παραγωγής του άρτου.
Άρθρο 3
Υπεύθυνος Αρτοποιίας
1. Δεν επιτρέπεται η λειτουργία αρτοποιείου χωρίς να έχει ορισθεί ο υπεύθυνος αρτοποιίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση ιη’ του άρθρου 1 και η λειτουργία εγκατάστασης περάτωσης έψησης χωρίς να έχει ορισθεί γι’ αυτήν υπεύθυνο πρόσωπο.
2. Ο υπεύθυνος αρτοποιίας αναπτύσσει την δραστηριότητα του σε μία μόνο εγκατάσταση αρτοποιίας.
3. Ο υπεύθυνος αρτοποιίας:
α) ασκεί τη δραστηριότητα του με ανεξαρτησία κατά το παραγωγικό στάδιο, που περιλαμβάνει τη διαχείριση, την οργάνωση και την εφαρμογή της παραγωγής,
β) διασφαλίζει, στο πλαίσιο λειτουργίας της επιχείρησης, την τήρηση των κανόνων της ορθής επαγγελματικής πρακτικής, τη χρήση των πρώτων υλών, κατά την κείμενη νομοθεσία, την τήρηση των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας στο χώρο εργασίας, καθώς και την ποιότητα του τελικού προϊόντος,
4. Ο υπεύθυνος αρτοποιίας υποχρεούται να τηρεί τις διατάξεις του παρόντος νόμου, καθώς και τις υγειονομικές διατάξεις που αφορούν στη διάθεση, πώληση και διανομή των προϊόντων αρτοποιίας και ζύμης.
Άρθρο 4
Ίδρυση και Επαναλειτουργία Πρατηρίου Άρτου
1. Για την ίδρυση και λειτουργία αμιγούς πρατηρίου άρτου απαιτείται αυτοτελής ισόγειος χώρος, επιφανεί ας δώδεκα (12) τουλάχιστον τετραγωνικών μέτρων με ανεξάρτητη είσοδο, σαφώς διαχωρισμένος από οποιοδήποτε άλλο χώρο. Αν στο ίδιο πρατήριο πωλούνται εκτός του άρτου και άλλα προϊόντα από τα αναφερόμενα στην περίπτωση ιε’ του άρθρου 1, η απαιτούμενη ελάχιστη επιφάνεια του πρατηρίου ορίζεται σε είκοσι (20) τ.μ.. Αν το πρατήριο άρτου βρίσκεται εντός χώρου καταστήματος τροφίμων, μεικτού καταστήματος τροφίμων ή υπεραγοράς τροφίμων, η απαιτούμενη ελάχιστη επιφάνεια ορίζεται σε δώδεκα (12) τ.μ.. Αν στους χώρους που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο λειτουργεί εγκατάσταση περάτωσης έψησης σύμφωνα με το άρθρο 5, ως απαιτούμενη ελάχιστη επιφάνεια του πρατηρίου ορίζεται το άθροισμα των ελάχιστων επιφανειών που απαιτούνται, κατά περίπτωση, για το αμιγές ή μη πρατήριο άρτου και την εγκατάσταση έψησης. Τα πρατήρια άρτου, αμιγή ή μη, που βρίσκονται εντός των χώρων, οι οποίοι αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο, διαχωρίζονται από τους χώρους αυτούς, όπου πωλούνται άλλα προϊόντα, με κατάλληλο υλικό, που συνδέεται στερεά με το δάπεδο και έχει ύψος τουλάχιστον δύο (2) μέτρα.
2. Το πρατήριο άρτου πρέπει να πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις, που ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 15 έως και 36 και του άρθρου 43 της υπουργικής απόφασης ΑΙβ/8577/8.9.1983, όπως αυτή κάθε φορά ισχύει.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 2, εφαρμόζονται αναλόγως και στα πρατήρια άρτου, εφόσον η διακοπή της λειτουργίας τους υπερβαίνει το ήμισυ των αντιστοίχων χρόνων διακοπής λειτουργίας αρτοποιείων.
4. Οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 2 εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση που μεταβληθεί ο φορέας της επιχείρησης πρατηρίου άρτου.
5. Για την ίδρυση και λειτουργία πρατηρίου άρτου απαιτείται σχετική άδεια η οποία χορηγείται από τον οικείο οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου βαθμού, μετά από σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας Υπηρεσίας Υγείας της οικείας Ν.Α.. Αν το πρατήριο άρτου βρίσκεται εντός χώρου καταστήματος τροφίμων, μεικτού καταστήματος τροφίμων ή υπεραγοράς τροφίμων, η άδεια που χορηγείται κατά το προηγούμενο εδάφιο ενσωματώνεται στην άδεια λειτουργίας των καταστημάτων αυτών.
Άρθρο 5
Εγκατάσταση περάτωσης έψησης
1. Η εγκατάσταση περάτωσης έψησης μπορεί να αποτελεί είτε αυτοτελές και ανεξάρτητο κατάστημα είτε τμήμα μικτού καταστήματος τροφίμων ή υπεραγοράς τροφίμων, που διαχωρίζεται, στην περίπτωση αυτή, με μόνιμη κατασκευή. Αν η εγκατάσταση αυτή αποτελεί τμήμα μικτού καταστήματος τροφίμων ή υπεραγοράς τροφίμων, μπορεί να βρίσκεται μέσα ή έξω από το κατάστημα ή την υπεραγορά τροφίμων, ως αυτοτελής και ανεξάρτητος χώρος.
Ο χώρος της εγκατάστασης περάτωσης έψησης περιλαμβάνει: χώρο αποθήκευσης των ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας, χώρο προετοιμασίας των προϊόντων αυτών προς έψηση, χώρο εκκλιβάνισης, χώρο επαναφοράς των ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας, μετά την έψησή τους, στη θερμοκρασία του περιβάλλοντος και χώρο συσκευασίας, που μπορεί να είναι κοινός με τον προηγούμενο χώρο.
Για δυναμικότητα κλιβάνου παραγωγής ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας μέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) χιλιόγραμμα ανά εικοσιτετράωρο, οι επιμέρους χώροι περάτωσης έψησης απαιτείται να έχουν τις ακόλουθες ελάχιστες διαστάσεις: ο χώρος αποθήκευσης των εν διάμεσων προϊόντων αρτοποιίας οκτώ (8) τετραγωνικά μέτρα, ο χώρος προετοιμασίας των προϊόντων αυτών προς έψηση οκτώ (8) τετραγωνικά μέτρα, ο χώρος εκκλιβάνισης τέσσερα (4) τετραγωνικά μέτρα, ο χώρος επαναφοράς των ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας, μετά την έψησή τους, στη θερμοκρασία του περιβάλλοντος τέσσερα (4) τετραγωνικά μέτρα και ο χώρος συσκευασίας οκτώ (8) τετραγωνικά μέτρα. Ο κλίβανος και ο θερμοθάλαμος, όση επιφάνεια καταλαμβάνουν. Για δυναμικότητα κλιβάνου παραγωγής από τρεις χιλιάδες (3.000) μέχρι πέντε χιλιάδες (5.000) χιλιόγραμμα ανά εικοσιτετράωρο, η επιφάνεια των χώρων εγκατάστασης περάτωσης έψησης αυξάνεται κατά είκοσι τοις εκατό (20%). Για δυναμικότητα κλιβάνου παραγωγής από πέντε χιλιάδες (5.000) μέχρι οκτώ χιλιάδες (8.000) χιλιόγραμμα ανά εικοσιτετράωρο, η επιφάνεια των χώρων εγκατάστασης περάτωσης έψησης αυξάνεται κατά τριάντα τοις εκατό (30%).
Αν η εγκατάσταση περάτωσης έψησης αποτελεί αυτοτελές και ανεξάρτητο κατάστημα, απαιτείται να διαθέτει αποδυτήριο και αποχωρητήριο, με τον προθάλαμο του και το λουτρό των εργαζομένων, με την επιφάνεια και τις προδιαγραφές που ορίζονται, για κάθε περίπτωση, από τις διατάξεις του Κτιριοδομικού Κανονισμού και τις κείμενες υγειονομικές διατάξεις.
2. Για την εγκατάσταση (ίδρυση), την επέκταση, τον εκσυγχρονισμό και τη μετεγκατάσταση εγκατάστασης περάτωσης έψησης, καθώς και την συγχώνευση εγκαταστάσεων περάτωσης έψησης, απαιτείται σχετική άδεια που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3325/2005 από την Διεύθυνση Ανάπτυξης της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, μετά από σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας Υπηρεσίας Υγείας.
3. Η διάθεση των προϊόντων της εγκατάστασης περάτωσης έψησης επιτρέπεται σε χώρο πλήρως διαχωρισμένο και ανεξάρτητο από τον χώρο αυτής, με ελάχιστη επιφάνεια την οριζόμενη για το αμιγές πρατήριο άρτου, εφόσον τηρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 13 και στην παράγραφο 3 του άρθρου 14.
4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος που ορίζονται στα άρθρα 37 και 38 της υπουργικής απόφασης ΑΙβ/8577/1983, καθώς και στα παρασκευαστήρια καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος που ορίζονται στο άρθρο 39 της ιδίας απόφασης και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της περίπτωσης ι’ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 3325/2005.
Άρθρο 6
Δικαιολογητικά έκδοσης αδειών ίδρυσης και λειτουργίας πρατηρίων άρτου
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Ανάπτυξης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίζονται η διαδικασία, τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την έκδοση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας πρατηρίου άρτου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΜΕΤΡΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΡΤΟΠΟΙΙΑΣ
Άρθρο 7
Ενίσχυση επιχειρήσεων αρτοποιίας
1. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και του κατά περίπτωση αρμοδίου Υπουργού, καθορίζονται τα κριτήρια και η διαδικασία υπαγωγής των επιχειρήσεων αρτοποιίας σε προγράμματα που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο της κείμενης νομοθεσίας, για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας τους, την ανανέωση και τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων τους, καθώς και τη βελτίωση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων.
2. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης μπορεί να επιχορηγείται η ίδρυση παραδοσιακού αρτοποιείου (ξυλόφουρνου) σε χωριά με πληθυσμό κάτω των 200 κατοίκων, με εφάπαξ ποσό από τέσσερις έως έξι χιλιάδες ευρώ. Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου καλύπτονται από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Ανάπτυξης. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης καθορίζονται τα κριτήρια, οι όροι, οι προϋποθέσεις, καθώς και η διαδικασία καταβολής της επιχορήγησης αυτής και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Άρθρο 8
Επαγγελματική κατάρτιση
1. Η επαγγελματική κατάρτιση των μαθητευόμενων αρτοποιών και των υπεύθυνων αρτοποιίας γίνεται είτε σε επίπεδο τυπικής επαγγελματικής κατάρτισης με βάση τις διατάξεις του ν. 2009/1992 (ΦΕΚ 18 Α) είτε σε επίπεδο συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης με βάση το επαγγελματικό περίγραμμα που προσδιορίζεται στο άρθρο 3 του ν. 3369/2005 (ΦΕΚ 171 Α) και σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για την συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση.
2. Με την επιφύλαξη της προηγούμενης παραγράφου, η επαγγελματική κατάρτιση των μαθητευόμενων αρτοποιών και των υπεύθυνων αρτοποιίας περιλαμβάνει μαθήματα σχετικά με την παραγωγή άρτου σε όλα τα στάδια, τη συντήρηση, την επεξεργασία και τη μεταποίηση φρέσκων και διατηρημένων τροφίμων, την υγιεινή και την ασφάλεια του χώρου εργασίας, το περιβάλλον, την ενημέρωση και την προστασία του καταναλωτή και κάθε άλλο μάθημα που κρίνεται αναγκαίο.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, καθορίζονται οικονομικά ή άλλα κίνητρα για τη συμμετοχή των απασχολουμένων σε επιχειρήσεις αρτοποιίας, μικρού και μεσαίου μεγέθους, στα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης που οργανώνονται κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία πιστοποίησης της επαγγελματικής ικανότητας των εργαζομένων σε κάθε είδους επιχειρήσεις παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας, ζύμης και ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, καθορίζονται τα θέματα της επαγγελματικής κατάρτισης των υπευθύνων για τη λειτουργία της εγκατάστασης περάτωσης έψησης και κάθε σχετική λεπτομέρεια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΑΡΤΟΠΟΙΙΑΣ
Άρθρο 9
Άρτος
Για τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για τη παρασκευή προϊόντων αρτοποιίας, ζύμης και ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας, τον τρόπο έψησης, συσκευασίας και διάθεσης των προϊόντων αυτών, καθώς και για τη διαδικασία του ελέγχου τους, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών, όπως ισχύει κάθε φορά.
Άρθρο 10
Φρέσκος άρτος – φρέσκο αρτοπαρασκεύασμα
1. Απαγορεύεται η χρήση του όρου «φρέσκος άρτος» και «φρέσκο αρτοπαρασκεύασμα ή αρτοσκεύασμα»:
α) σε άρτο ή αρτοπαρασκεύασμα ή αρτοσκεύασμα που προορίζονται για πώληση, μετά την πάροδο είκοσι τεσσάρων ωρών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας παραγωγής τους, ανεξάρτητα από τις μεθόδους συντήρησης τους,
β) σε άρτο ή αρτοπαρασκεύασμα ή αρτοσκεύασμα που πωλούνται μετά την ολοκλήρωση της έψησης, του μερικώς ψημένου, του διατηρημένου ή κατεψυγμένου άρτου ή του αρτοπαρασκευάσματος ή του αρτοσκευάσματος, ανεξάρτητα από τις μεθόδους συντήρησης τους,
γ) σε άρτο ή αρτοπαρασκεύασμα ή αρτοσκεύασμα, που παράγονται με την έψηση ενδιαμέσων προϊόντων αρτοποιίας, ανεξάρτητα από τις μεθόδους συντήρησης τους,
2. Ο άρτος παρασκευάζεται και διατίθεται, ανεξάρτητα από το σχήμα και τη μορφή του, σε βάρος 500 ή 1000 ή 1500 ή 2000 γραμμαρίων.
3. Τα αρτοπαρασκευάσματα παρασκευάζονται και δια τίθενται, ανεξάρτητα από το σχήμα και τη μορφή τους, σε βάρος 250 ή 350 ή 500 ή 750 ή 1000 γραμμαρίων.
4. Τα κουλούρια τύπου Θεσσαλονίκης παρασκευάζονται και διατίθενται σε βάρος 40 γραμμαρίων τουλάχιστον, κατά τεμάχιο.
Άρθρο 11
Διάθεση διατηρημένων προϊόντων αρτοποιίας και αρτοπαρασκευασμάτων
1. Τα διατηρημένα προϊόντα αρτοποιίας πωλούνται υποχρεωτικά σε συσκευασία, στην οποία αναγράφονται οι πληροφορίες που ορίζουν οι κανόνες επισήμανσης και, σε εμφανή θέση, οι ενδείξεις «διατηρημένος άρτος από κατεψυγμένη ή με άλλη μέθοδο συντηρημένη ζύμη» ή «αρτοπαρασκεύασμα από κατεψυγμένη ή με άλλη μέθοδο συντηρημένη ζύμη» ή «αρτοσκεύασμα από κατεψυγμένη ή με άλλη μέθοδο συντηρημένη ζύμη». Οι ενδείξεις αυτές συμπληρώνονται από την ένδειξη της χρησιμοποιούμενης μεθόδου συντήρησης, η οποία μπορεί να είναι κατάψυξη, ταχεία κατάψυξη ή συντήρηση σε τροποποιημένη ατμόσφαιρα, καθώς και από τις τυχόν συνθήκες συντήρησης και χρήσης.
2. Τα προϊόντα αρτοποιίας, που υποβάλλονται σε διαδικασίες ξήρανσης, φρυγανίσματος και πρόσθετης έψησης, πωλούνται υποχρεωτικά σε συσκευασία που φέρει την ένδειξη «αποξηραμένο» ή «φρυγανισμένο» ή «διπλοψημένο» προϊόν αρτοποιίας.
3. Τα προϊόντα αρτοποιίας που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή και προέρχονται από μη ολοκληρωμένη έψηση ζύμης, πωλούνται υποχρεωτικά σε συσκευασία στην οποία αναγράφονται, με ευδιάκριτα γράμματα και σε ορατό σημείο αυτής, εκτός από τις άλλες υποχρεωτικές ενδείξεις και η ένδειξη «Άρτος μερικώς ψημένος από κατεψυγμένη ή με άλλη μέθοδο συντηρημένη ζύμη» ή «αρτοπαρασκεύασμα ή αρτοσκεύασμα, μερικώς ψημένο από κατεψυγμένη ή με άλλη μέθοδο συντηρημένη ζύμη». Στη συσκευασία προϊόντος αρτοποιίας που προέρχεται από την τελική έψηση του αντιστοίχου μερικώς ψημένου-κατεψυγμένου προϊόντος, τίθεται η ένδειξη «άρτος προερχόμενος από μερικώς ψημένη ή μερικώς ψημένη και κατεψυγμένη ζύμη» ή «αρτοπαρασκεύασμα ή αρτοσκεύασμα από μερικώς ψημένη ή μερικώς ψημένη και κατεψυγμένη ζύμη». Η ίδια ένδειξη τίθεται στο χώρο πώλησης, με μεγάλα και ευκρινή γράμματα, σε πινακίδα με διαστάσεις τουλάχιστον 50X30 εκατοστών του μέτρου.
4. Τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τα καταστήματα μαζικής εστίασης, υποχρεούνται να διαθέτουν, χωρίς συσκευασία, τα διατηρημένα ή κατεψυγμένα προϊόντα αρτοποιίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόντα νόμο και να αναγράφουν στο τιμοκατάλογο τις αντίστοιχες ενδείξεις που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο.
Άρθρο 12
Ενδιάμεσα προϊόντα αρτοποιίας
1. Τα ενδιάμεσα προϊόντα αρτοποιίας που προορίζονται για διάθεση, στην κατάσταση που βρίσκονται στον τελικό καταναλωτή, πωλούνται σε συσκευασία, στην οποία αναγράφονται υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών, τα ακόλουθα στοιχεία:
α) Η ένδειξη κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 11 του παραπάνω Κώδικα,
β) Ο κατάλογος των συστατικών του προϊόντος,
γ) Η καθαρή ποσότητα ή το βάρος του προϊόντος,
δ) Η ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας του προϊόντος με την ένδειξη «Ανάλωση κατά προτίμηση πριν από…»,
ε) Η ένδειξη που επιτρέπει τον προσδιορισμό της παρτίδας,
στ) Οι συνθήκες συντήρησης και χρήσης του προϊόντος,
ζ) Η ένδειξη «απαγορεύεται η εκ νέου κατάψυξη μετά την απόψυξη του προϊόντος», στην περίπτωση κατεψυγμένου προϊόντος,
η) Το όνομα ή η εμπορική επωνυμία και η διεύθυνση του παρασκευαστή ή του συσκευαστή ή ενός πωλητή εγκατεστημένου στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Το ενδιάμεσο προϊόν αρτοποιίας που προορίζεται για μετέπειτα επεξεργασία και πώληση, πωλείται σε συσκευασία στην οποία αναγράφονται, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών, τα ακόλουθα στοιχεία:
α) Η ονομασία πώλησης,
β) Η χρονολογία ελάχιστης διατηρησιμότητας,
γ) Το όνομα ή η εμπορική επωνυμία και η διεύθυνση του παρασκευαστή ή του συσκευαστή ή ενός πωλητή, εγκατεστημένου σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Οι υπόλοιπες ενδείξεις που ορίζονται στην παράγραφο 1, μπορούν να αναγράφονται μόνο στα έγγραφα που είναι σχετικά με τα τρόφιμα αυτά, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 10 του άρθρου 11 του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών.
Άρθρο 13
Άρτος από ενδιάμεσα προϊόντα αρτοποιίας
1. Τα προϊόντα αρτοποιίας που παράγονται από επιχείρηση η οποία έχει ως αντικείμενο την ζύμωση και την έψηση ή μόνο την έψηση του ενδιάμεσου προϊόντος αρτοποιίας, πωλούνται σε διαφορετικές προθήκες από τις προθήκες του φρέσκου άρτου. Στις προθήκες αυτές αναγράφονται, με ευκρινή γράμματα, οι πληροφορίες που ορίζουν οι σχετικές αγορανομικές διατάξεις και τοποθετείται, σε εμφανές σημείο, πινακίδα με τις δια στάσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 11 με την ένδειξη «Διατηρημένος άρτος από κατεψυγμένη ή με άλλη μέθοδο συντηρημένη ζύμη» ή «αρτοπαρασκεύασμα από κατεψυγμένη ή με άλλη μέθοδο συντηρημένη ζύμη» ή «αρτοσκεύασμα από κατεψυγμένη ή με άλλη μέθοδο συντηρημένη ζύμη».
2. Τα προϊόντα αρτοποιίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, διατίθενται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος, μέσα σε χάρτινη συσκευασία ή σε συσκευασία από κατάλληλο υλικό για τρόφιμα, με τις ενδείξεις που ορίζονται στο άρθρο 12.
3. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται και για τα προϊόντα αρτοποιίας και ζύμης που είναι διατηρημένα ή κατεψυγμένα και διατίθενται σε μεγάλες ποσότητες σε μονάδες ομαδικής εστίασης ή σε καταστήματα πώλησης τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΔΙΑΘΕΣΗ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΑΡΤΟΠΟΙΙΑΣ
Άρθρο 14
Διάθεση – Πώληση – Διανομή άρτου και αρτοπαρασκευασμάτων
1. Η πώληση των προϊόντων αρτοποιίας επιτρέπεται μόνο από τα αρτοποιεία και τα πρατήρια άρτου, από τα οποία είναι υποχρεωτική η διάθεση άρτου και αρτοπαρασκευασμάτων. Κατ’ εξαίρεση, η πώληση προϊόντων αρτοποιίας επιτρέπεται και στα ζαχαροπλαστεία, στα γαλακτοπωλεία, στα καταστήματα τροφίμων και ζαχαρωδών προϊόντων, στα μεικτά καταστήματα τροφίμων και στις υπεραγορές τροφίμων, με τις προϋποθέσεις που απαιτούνται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 4, εφόσον χορηγηθεί για τα καταστήματα αυτά άδεια ίδρυσης και λειτουργίας πρατηρίου άρτου. Ο χώρος πώλησης των προϊόντων αρτοποιίας στα καταστήματα τροφίμων, στα μεικτά καταστήματα τροφίμων και στις υπεραγορές τροφίμων διαχωρίζεται υποχρεωτικά από τον υπόλοιπο χώρο των καταστημάτων αυτών, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 5, και ο χώρος πώλησης των προϊόντων αρτοποιίας στα ζαχαροπλαστεία, στα γαλακτοπωλεία και στα καταστήματα ζαχαρωδών προϊόντων διαχωρίζεται υποχρεωτικά κατά τρόπο που αποτρέπει την επαφή των προϊόντων αρτοποιίας από τα λοιπά προϊόντα. Σε όλα τα ανωτέρω καταστήματα, εκτός από τα αρτοποιεία και τα πρατήρια άρτου, δεν είναι υποχρεωτική η ύπαρξη αποχωρητηρίου στον χώρο πώλησης των προϊόντων τους.
2. Η πώληση προϊόντων αρτοποιίας από τα καταστήματα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο και τα πρατήρια άρτου, γίνεται με τους ακόλουθους όρους και προϋποθέσεις:
α) Τα προϊόντα αρτοποιίας πρέπει να συσκευάζονται στο χώρο παραγωγής τους, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 13. Αρτοσκευάσματα με χαμηλό ποσοστό υγρασίας, όπως παξιμάδια, φρυγανιές, μπορεί να συσκευάζονται και σε σακίδια από πλαστική ύλη, κλεισμένα με συνδετική μηχανή, εφόσον τα σακίδια αυτά πληρούν τους όρους που καθορίζονται από τις διατάξεις του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών.
β) Η τοποθέτηση των πωλούμενων ειδών στη συσκευασία που αναφέρεται στην προηγούμενη περίπτωση, πρέπει να γίνεται όταν τα είδη αυτά αποκτήσουν την θερμοκρασία του περιβάλλοντος.
γ) Στο εξωτερικό μέρος των προαναφερόμενων συ σκευασιών πρέπει να υπάρχουν, έντυπες και καθαρογραμμένες, οι εξής ενδείξεις:
αα) Η επωνυμία και η διεύθυνση της επιχείρησης παρασκευής των πωλούμενων ειδών,
ββ) Η ονομασία πώλησης,
γγ) Το καθαρό βάρος και η ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας των πωλούμενων ειδών, με ανεξίτηλη σφραγίδα,
δδ) Ο κατάλογος των συστατικών.
3. Ο διατηρημένος άρτος, που περιγράφεται στο άρθρο 13 και πωλείται στον τελικό καταναλωτή σε χώρο διαφορετικό από τον χώρο της έψησης, πρέπει:
α) να συσκευάζεται σε υλικό που προβλέπεται από τον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών,
β) να αναγράφονται επί της συσκευασίας, με ευδιάκριτα γράμματα και σε εμφανές σημείο αυτής, οι ακόλουθες ενδείξεις:
αα) Το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία του παρασκευαστή ή του συσκευαστή ή ενός πωλητή, εγκατεστημένου σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και η διεύθυνση του.
ββ) Το είδος του άρτου.
γγ) Η ένδειξη «άρτος μερικώς ψημένος-να ψηθεί πριν την βρώση του», εφόσον πρόκειται για άρτο που παρασκευάζεται από μη ολοκληρωμένη έψηση ζύμης.
δδ) Η ένδειξη «άρτος ψημένος εξ ολοκλήρου παρασκευασθείς από μερικώς ψημένο άρτο», εφόσον το αρχικό προϊόν δεν είναι κατεψυγμένο.
εε) Η ένδειξη «άρτος ψημένος εξ ολοκλήρου, παρασκευασθείς από μερικώς ψημένο και κατεψυγμένο άρτο», εφόσον το αρχικό προϊόν είναι μερικώς ψημένο και κατεψυγμένο,.
στστ) Η ένδειξη «κατεψυγμένος άρτος», εφόσον το αρχικό προϊόν είναι κατεψυγμένο.
ζζ) Το καθαρό βάρος του περιεχομένου της συσκευασίας.
ηη) Η ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας του άρτου με την ένδειξη «Ανάλωση κατά προτίμηση πριν από…».
θθ) Ο τρόπος παρασκευής.
ιι) Οι συνθήκες συντήρησης.
ιαια) Ο κατάλογος των συστατικών του προϊόντος.
Τα είδη του άρτου που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή, όταν διατίθενται από καταστήματα λιανικής πώλησης, τοποθετούνται σε χώρους που διαχωρίζονται από τους χώρους έψησης τους και από τους χώρους πώλησης του φρέσκου άρτου.
4. Ο φρέσκος άρτος και τα πάσης φύσεως αρτοσκευάσματα και αρτοπαρασκευάσματα που πωλούνται στα αρτοποιεία, παραδίδονται στον καταναλωτή μέσα σε συσκευασία που πληροί τις απαιτήσεις του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών.
5. Δεν επιτρέπεται η έκθεση (τοποθέτηση) προϊόντων αρτοποιίας εκτός του χώρου καταστήματος πώλησης.
6. Η πώληση κουλουριών και άλλων αρτοσκευασμάτων από πλανόδιους και στάσιμους μικροπωλητές, γίνεται, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από τις κείμενες υγειονομικές διατάξεις.
7. Ο άρτος κάθε τύπου, που προβλέπεται την περίπτωση δ’ του άρθρου 1, ζυγίζεται υποχρεωτικά, ενώπιον του καταναλωτή.
8. Κάθε αρτοποιείο υποχρεούται να διαθέτει επαρκή και κατάλληλο χώρο για την αποθήκευση και τη συντήρηση των προϊόντων του. Τα προϊόντα αρτοποιίας που πωλούνται χωρίς κλειστή συσκευασία, τοποθετούνται σε ειδικές προθήκες, των οποίων η βάση απέχει 70 εκατοστά από το έδαφος και ίση απόσταση από τον χώρο κυκλοφορίας των πελατών. Οι προθήκες αυτές καλύπτονται από δικτυωτό πλέγμα ή διάτρητα καλύμματα, μεταλλικά, ξύλινα ή πλαστικά. Η τοποθέτηση των προϊόντων αρτοποιίας στις προθήκες γίνεται χωριστά για κάθε τύπο και είδος των προϊόντων αυτών, με την αντίστοιχη επί των προθηκών ένδειξη.
9. Στα αρτοποιεία επιτρέπεται και η πώληση σκευασμάτων γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς και αναψυκτικών.
10. Για τη διάθεση συσκευασμένων αρτοσκευασμάτων, που πληρούν τις προϋποθέσεις των υγειονομικών διατάξεων, του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών και τις απαιτήσεις των διατάξεων των άρθρων 10, 11, και 12 του παρόντος νόμου, δεν απαιτείται άδεια πρατηρίου άρτου.
Άρθρο 15
Μεταφορά προϊόντων αρτοποιίας
1. Η μεταφορά, η διανομή και η διάθεση των προϊόντων αρτοποιίας επιτρέπεται με οχήματα που διαθέτουν κατάλληλο αμάξωμα, κλειστό από όλες τις πλευρές και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για τη μεταφορά των προϊόντων αυτών. Στο εξωτερικό μέρος των οχημάτων πρέπει να αναγράφονται τα στοιχεία της επιχείρησης.
2. Ο άρτος και τα λοιπά προϊόντα αρτοποιίας είτε σε ατομική είτε σε μαζική συσκευασία, όταν μεταφέρονται προς πώληση από το χώρο παραγωγής τους σε πρατήρια άρτου, σε ξενοδοχεία, σε νοσοκομεία και σε λοιπά ιδρύματα, σε τόπους ομαδικής σίτισης, σε εστιατόρια, ταβέρνες και σε κάθε άλλο τόπο προορισμού, τοποθετούνται μέσα σε κλειστά κιβώτια, που είναι κατασκευασμένα από υλικό που είναι κατάλληλο για επαφή με τρόφιμα. Απαγορεύεται η μεταφορά των προϊόντων αρτοποιίας με άλλο τρόπο. Η μεταφορά άλλων, μη συσκευασμένων ειδών αρτοποιίας, γίνεται με τις ίδιες προϋποθέσεις υγιεινής και καθαριότητας που ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο.
3. Επιτρέπεται η μεταφορά προϊόντων αρτοποιίας με οχήματα που δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την μεταφορά των προϊόντων αυτών, εφόσον τα προϊόντα αυτά τοποθετούνται σε ειδικά ξύλινα κιβώτια, που έχουν εσωτερική επένδυση από γαλβανισμένη λαμαρίνα ή σε μεταλλικά ή πλαστικά κιβώτια, με επαρκή χωρητικότητα, τα οποία κλείνουν ερμητικά και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τον σκοπό της μεταφοράς αυτής και είναι κατάλληλα για επαφή με τρόφιμα. Ομοίως, επιτρέπεται με τα οχήματα που αναφέρονται στο προ ηγούμενο εδάφιο, η διακίνηση και η μεταφορά, προς πώληση προϊόντων αρτοποιίας, τα οποία διατίθενται στον καταναλωτή σε αεροστεγή συσκευασία, το υλικό της οποίας προβλέπεται από τον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών.
4. Απαγορεύεται η μεταφορά, με οποιοδήποτε τρόπο, προϊόντων αρτοποιίας με οχήματα που μεταφέρουν ρυπαρά αντικείμενα ή τοξικές ύλες ή υγρά, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν, με οιοδήποτε τρόπο, την ποιότητα και την υγιεινή των προϊόντων αυτών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΛΟΙΠΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Άρθρο 16
Αποθέματα πρώτων και βοηθητικών υλών
1. Οι επιχειρήσεις αρτοποιίας υποχρεούνται να δια τηρούν στον χώρο τους αποθέματα αλεύρων, καύσιμης ύλης και αλατιού, σε ποσότητες που καλύπτουν τις ανάγκες παραγωγής, με βάση την ημερήσια κατανάλωση των ειδών αυτών, για την παρασκευή άρτου τριών ημερών, κατά την περίοδο από 15 Ιουνίου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου και μιας εβδομάδας, κατά την περίοδο από 16 Σεπτεμβρίου μέχρι 14 Ιουνίου.
2. Τα ανωτέρω αποθέματα ανανεώνονται κατά την χρησιμοποίηση τους, με τρόπο που εξασφαλίζει αμετάβλητη την ποσότητα τους και αποτρέπει τον κίνδυνο της αλλοίωσης των αλεύρων και του αλατιού.
Άρθρο 17
Έψηση φαγητών και γλυκισμάτων του κοινού
1. Τα αρτοποιεία υποχρεούνται να δέχονται, για έψηση, φαγητά, παρασκευάσματα και γλυκίσματα του κοινού και να διαθέτουν, προς τούτο, τους κλιβάνους τους. Η παραλαβή για έψηση των ανωτέρω ειδών γίνεται καθημερινά μέχρι την 12:30 ώρα.
2. Τα αρτοποιεία παραμένουν ανοικτά για την έψηση φαγητών και γλυκισμάτων μέχρι την 14:00 ώρα, τρεις ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και την ημέρα των Χριστουγέννων, τέσσερις ημέρες πριν το νέο έτος και την ημέρα του νέου έτους, την παραμονή και την ημέρα των Θεοφανείων, την ημέρα του Πάσχα και την ημέρα της Κοίμησης της Θεοτόκου. Σε περιοχές, στις οποίες το κοινό εξυπηρετείται από ένα και μόνο αρτοποιείο, τούτο υποχρεούται να παραμένει ανοικτό για έψηση φαγητών, γλυκισμάτων και παρασκευασμάτων του κοινού τις Κυριακές και τις αργίες.
3. Τα αρτοποιεία και οι εγκαταστάσεις περάτωσης έψησης δεν επιτρέπεται να παράγουν οποιοδήποτε τύπο προϊόντων αρτοποιίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες. Με αποφάσεις του οικείου Νομάρχη, μπορεί να επιτραπεί η παραγωγή προϊόντων αρτοποιίας από αρτοποιεία, που βρίσκονται σε κοινότητες, με πληθυσμό μικρότερο των 1000 κατοίκων. Απαγορεύεται κάθε εργασία για παραγωγή προϊόντων αρτοποιίας πριν από την 04:00 ώρα και μετά την 21:00 ώρα. Όταν τα αρτοποιεία παρασκευάζουν προϊόντα αρτοποιίας για δύο και πλέον ημέρες, λόγω αργιών, οι εργασίες παραγωγής των προϊόντων αυτών επιτρέπεται να αρχίζουν από το μεσονύκτιο της προηγουμένης ημέρας. Η παραγωγή προϊόντων αρτοποιίας δεν υπόκειται στους χρονικούς περιορισμούς που προβλέπονται στα προηγούμενα εδάφια, κατά το διάστημα από 15 μέχρι 31 Δεκεμβρίου, κάθε έτους και από το Σάββατο του Λαζάρου μέχρι και το Μεγάλο Σάββατο, κάθε έτους. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της κείμενης εργατικής νομοθεσίας, οι περιορισμοί που επιβάλλονται από τις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων, δεν εφαρμόζονται στις βιομηχανικές – βιοτεχνικές εγκαταστάσεις παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας, ζύμης και ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας.
4. Στα αρτοποιεία τοποθετείται υποχρεωτικά, σε εμφανές σημείο, πινακίδα διαστάσεων 35X45 εκατοστών περίπου, στην οποία αναγράφονται με ευανάγνωστα στοιχεία, οι τιμές έψησης και οι ώρες που παραλαμβάνονται για έψηση τα ανωτέρω είδη.
Άρθρο 18
Ποινικές και Διοικητικές Κυρώσεις
1. Όποιος εκμεταλλεύεται, χωρίς άδεια, αρτοποιείο, πρατήριο άρτου ή εγκατάσταση περάτωσης έψησης, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της φυλάκισης.
2. Ανεξάρτητα από την επιβολή των ανωτέρω ποινικών κυρώσεων, σε όσους παραβαίνουν απαγορευτικές δια τάξεις του νόμου αυτού, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο από 500 ως 50.000 ευρώ, ανάλογα με την βαρύτητα και τη συχνότητα της πράξης ή παράλειψης και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στην δημόσια υγεία και τα συμφέροντα των καταναλωτών. Μπορεί, επίσης, να διατάσσεται η διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης αρτοποιίας για διάστημα μέχρι έξι (6) μηνών ή και οριστικά, σε περίπτωση υποτροπής. Οι διοικητικές κυρώσεις, που ορίζονται στην παράγραφο αυτή, επιβάλλονται με απόφαση της αρχής που είναι αρμόδια για την χορήγηση της σχετικής άδειας λειτουργίας.
3. Για παραβάσεις διατάξεων που διέπουν τις δραστηριότητες των περιπτώσεων β’, στ’, ι’ και ία’ του άρθρου 2, επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 24 του ν. 3325/2005.
Άρθρο 19
Χορήγηση σύμφωνης γνώμης
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίζονται για τις δραστηριότητες που αναφέρονται στις περιπτώσεις β’, στ’, ι’ και ία’ του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, στο άρθρο 52 της υπουργικής απόφασης Α1β/8577/1983 και στην υπουργική απόφαση Α5α/5333/1987 (ΦΕΚ 721 Β’), τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγηση της σύμφωνης γνώμης που παρέχεται από την αρμόδια Υπηρεσία Υγείας, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 9 του άρθρου 4 του ν. 3325/2005.
2. Στις δραστηριότητες που υπάγονται στις διατάξεις της υπουργικής απόφασης Α5α/5333/1987, χορηγείται μία μόνο άδεια ή ειδική δήλωση από την Αδειοδοτούσα Αρχή που προβλέπεται στην περίπτωση ιδ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν.3325/2005.
Άρθρο 20
Μεταβατικές και τελικές διατάξεις
1. Εντός τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, στα πρατήρια άρτου τοποθετείται υποχρεωτικά προθήκη για την εξασφάλιση των προϊόντων αρτοποιίας από κάθε είδους ρύπανση, καθώς και εγκατάσταση ύδρευσης και αποχέτευσης, από την οποία εξαιρούνται τα πρατήρια άρτου που λειτουργούν στο χώρο των καταστημάτων τροφίμων κάθε κατηγορίας.
2. Τα ίδια πρατήρια πρέπει, εκτός από το χώρο που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4, να διαθέτουν αποχωρητήριο τουλάχιστον 2 τ.μ. με προθάλαμο 1 τ.μ.. Για την ύπαρξη αποχωρητηρίου στα πρατήρια άρτου που υφίστανται και λειτουργούν κατά την δημοσίευση του νόμου αυτού, εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης ε’ της παραγράφου 2 του άρθρου 25 της υπουργικής απόφασης 8577/8.9.1983, όπως ισχύει κάθε φορά.
3. Τα πρατήρια άρτου που λειτουργούν νόμιμα κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, διέπονται από τις διατάξεις με βάση τις οποίες εκδόθηκε η άδεια λειτουργίας τους.
4. Για τον μηχανολογικό εξοπλισμό των βιομηχανικών-βιοτεχνικών εγκαταστάσεων αρτοποιίας, των επαγγελματικών εργαστηρίων παραγωγής ζύμης, καθώς και των αρτοποιείων, που λειτουργούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του ν. 3325/2005.
5. Για τις βιομηχανικές-βιοτεχνικές εγκαταστάσεις παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας και τα αρτοποιεία, που λειτουργούν νόμιμα κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικοί όροι που αναγράφονται στην άδεια ίδρυσης και λειτουργίας τους και για τον μηχανολογικό εξοπλισμό τους οι σχετικές διατάξεις του ν. 3325/2005.
6. Οι άδειες εγκατάστασης των δραστηριοτήτων που ορίζονται στις περιπτώσεις β’, στ’ και ία’ του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, που έχουν εκδοθεί πριν από τη δημοσίευση αυτού και είναι σε ισχύ, εξακολουθούν να ισχύουν, μέχρι τη λήξη τους. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας ή της ειδικής δήλωσης που αφορούν στις δραστηριότητες του προηγούμενου εδαφίου, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του ν. 3325/2005 και εξακολουθούν να ισχύουν οι προϋποθέσεις ίδρυσης των τεχνοοικονομικών αυτών μονάδων που ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης της σχετικής άδειας εγκατάστασης.
7. Η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός των αρτοποιείων και των βιομηχανικών-βιοτεχνικών εγκαταστάσεων παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας, που λειτουργούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3325/2005. Αν η επέκταση ή ο εκσυγχρονισμός συνεπάγονται αύξηση της δυναμικότητας του κλιβάνου παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας, εφόσον η αύξηση αυτή δεν υπερβαίνει το 30% της υφισταμένης δυναμικότητας, οι εγκεκριμένοι με την άδεια λειτουργίας χώροι και τα διαμερίσματα παραμένουν ως έχουν. Αν η μεταβολή αυτή υπερβαίνει το 30% της υφισταμένης δυναμικότητας, τηρούνται, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στις περιπτώσεις γ’, δ’ και ε’ της παραγράφου 5 του άρθρου 2.
8. Για τα προϋφιστάμενα του π.δ. 15/25.8.1934 (ΦΕΚ 309 Α’) αρτοποιεία, που εξακολουθούν να λειτουργούν στους εγκεκριμένους με την άδεια λειτουργίας χώρους, καθόσον αφορά την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό τους, ισχύουν οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου.
9. Αιτήσεις για χορήγηση άδειας βιομηχανικής-βιοτεχνικής εγκατάστασης αρτοποιίας, επαγγελματικού εργαστηρίου παραγωγής ζύμης και ενδιαμέσων προϊόντων αρτοποιίας και αρτοποιείου, που εκκρεμούν κατά την δημοσίευση του νόμου αυτού, εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο υποβολής των σχετικών αιτήσεων, εφόσον έχουν υποβληθεί όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά ή έχουν γίνει οι απαραίτητες ενέργειες για την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης των επιμέρους απαιτουμένων αδειών, εγκρίσεων ή βεβαιώσεων.
10. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται ορισμένος πληθυσμός, λαμβάνεται υπόψη ο πληθυσμός της τελευταίας κάθε φορά επίσημης απογραφής.
11. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού.
12. Υπουργικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού σχετικά με τους τύπους των κλιβάνων παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας, των οποίων η παραγωγικότητα τους έχει καθορισθεί, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την έναρξη εφαρμογής του παρόντος νόμου.
13. Κατά την θέσπιση των ρυθμίσεων του παρόντος νόμου ελήφθησαν υπόψη οι διατάξεις της Οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Ιουνίου 1998 (L-204).
14. Οι εγκαταστάσεις των περιπτώσεων β’, στ’, ι’ και ία’ προσαρμόζονται υποχρεωτικά στις απαιτήσεις του παρόντος νόμου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2007. Η ίδια προθεσμία ισχύει και για την τήρηση των όρων και προϋποθέσεων του παρόντος νόμου που ορίζονται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 4, των παραγράφων 1,2 και 3 του άρθρου 5 και των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 21
Καταργούμενες διατάξεις
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 20 καταργούνται οι διατάξεις:
α) του π.δ. 15/25.8.1934 (ΦΕΚ 309 Α’),
β) του β.δ. της 3/25.5.1950 (ΦΕΚ 119 Α’),
γ) του ν.726/1977 (ΦΕΚ316Α’),
δ) του άρθρου 65 του ν.2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α’),
ε) του π.δ.369/1992 (ΦΕΚ 186 Α’), στ) του ν. 2394/1996 (ΦΕΚ 64 Α’),
ζ) των υπουργικών αποφάσεων Α5α/5333/1987 και 390/1993 (ΦΕΚ 70 Β’) καθώς και κάθε άλλη, γενική ή ειδική διάταξη, που είναι αντίθετη ή ρυθμίζει με διαφορετικό τρόπο θέματα που ρυθμίζονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού. Οι διατάξεις που ρυθμίζουν τα θέματα του άρθρου 6 του παρόντος νόμου, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την δημοσίευση και θέση σε ισχύ της κοινής υπουργικής απόφασης που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο.
Άρθρο 22
Η παράγραφος 2 του άρθρου 16 του ν. 3390/2005 (ΦΕΚ 233 Α) αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
«2. Οι μισθώσεις των χειμερινών και θερινών κινηματογράφων και θεάτρων, διατηρητέων και μη, που σύμφωνα με το άρθρο 40 του ν. 3066/2002 (ΦΕΚ 252 Α) έληγαν την 31η Δεκεμβρίου 2005, καθώς και όσες από τις συμβάσεις αυτές έχουν λήξει μετά την ημερομηνία αυτή ή λήγουν ή ενδέχεται να λήξουν, για οποιονδήποτε λόγο, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2008, παρατείνονται, αυτοδικαίως, μέχρι την ημερομηνία αυτή. Κατά της εκτέλεσης των αποφάσεων που εκδόθηκαν ή ενδέχεται να εκδοθούν για τη λήξη των μισθώσεων του προηγούμενου εδαφίου, χωρεί ανακοπή, λόγω της παράτασης των μισθώσεων αυτών κατά το παρόν άρθρο. Με την άσκηση της ανακοπής χορηγείται, από τον δικαστή του αρμόδιου Πρωτοδικείου, αναστολή της εκτέλεσης των ανωτέρω αποφάσεων, οι οποίες εκτελούνται μόνο ως προς τις διατάξεις περί δικαστικών εξόδων.»
Άρθρο 23
Ρύθμιση θεμάτων της «Βιομηχανίας Φωσφορικών Λιπασμάτων Α.Ε.» Θεσσαλονίκης
1. Οι μισθωτοί της «ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΦΩΣΦΟΡΙΚΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ Α.Ε.» που απασχολούνται στο εργοστάσιο Θεσσαλονίκης των οποίων η σύμβαση εργασίας καταγγέλθηκε από 4.12.2006 και μέχρι τις 31.1.2007, και δεν έχουν ήδη συμπληρωμένες τις προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης από τον κύριο ασφαλιστικό τους φορέα, δικαιούνται να επιλέξουν ένα από τα παρακάτω προγράμματα του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.):
α) Αυτοαπασχόλησης
β) Νέων θέσεων εργασίας
γ) Επανακατάρτισης
δ) τακτικής επιδότησης ανεργίας
ε) ειδικής επιδότησης ανεργίας.
Στα ανωτέρω προγράμματα μπορούν να ενταχθούν και όσοι απασχολούνται με σύμβαση έργου ή άλλη παρεμφερή μορφή απασχόλησης που έχει συμφωνηθεί με τη Β.Φ.Λ. Α.Ε., εφόσον εργάζονται στο εργοστάσιο Θεσσαλονίκης της Β.Φ.Λ. Α.Ε. τουλάχιστον δύο (2) χρόνια και καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
Οι δικαιούχοι υποβάλλουν εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου υπεύθυνη δήλωση – αίτηση στον Ο.Α.Ε.Δ. για την υπαγωγή τους στο πρόγραμμα.
Όσοι επιλέξουν το πρόγραμμα της επανακατάρτισης, δικαιούνται να επιλέξουν και οποιοδήποτε άλλο, με την προϋπόθεση της μη ταυτόχρονης με το πρόγραμμα κατάρτισης υπαγωγής τους και σε άλλο πρόγραμμα.
2. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία υπαγωγής των μισθωτών που τους καταγγέλθηκε η σύμβαση στα προγράμματα α έως και δ της παραγράφου 1, καθώς επίσης η διάρκεια των προγραμμάτων αυτών και το ύψος των καταβαλλόμενων χρηματικών ποσών και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
3. Στο πρόγραμμα της ειδικής επιδότησης ανεργίας έχουν δικαίωμα να ενταχθούν μισθωτοί που είναι ασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α. ή Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., εφόσον κατά την ημέρα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους απασχολούνται ήδη στο εργοστάσιο Θεσσαλονίκης της ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΦΩΣΦΟΡΙΚΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ Α.Ε. τουλάχιστον επί δύο (2) χρόνια. Επίσης στο πρόγραμμα ειδικής επιδότησης ανεργίας μπορούν να ενταχθούν όσοι απασχολούνται με σύμβαση έργου ή άλλη παρεμφερή μορφή απασχόλησης που έχει συμφωνηθεί με τη Β.Φ.Λ. Α.Ε., εφόσον εργάζονται στο εργοστάσιο Θεσσαλονίκης της Β.Φ.Λ. Α.Ε. τουλάχιστον τρία (3) χρόνια και καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
4. Η διάρκεια της ειδικής επιδότησης ανεργίας θα είναι μέχρι τη συμπλήρωση των ισχυουσών σήμερα προϋποθέσεων για λήψη πλήρους ή μειωμένης συντάξεως γήρατος και δεν θα υπερβαίνει τους εβδομήντα δύο (72) μήνες. Αν συμπληρωθούν οι προϋποθέσεις για τη λήψη μειωμένης συντάξεως γήρατος, όχι όμως και πλήρους, η ειδική επιδότηση συνεχίζεται μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου πλήρους συνταξιοδότησης, όχι όμως πέραν του ανώτατου χρονικού ορίου αυτής, ήτοι των εβδομήντα δύο (72) μηνών. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας το ανώτατο χρονικό όριο ειδικής επιδότησης εβδομήντα δύο (72) μηνών μπορεί να παραταθεί.
Το μηνιαίο επίδομα της ειδικής επιδότησης ανεργίας θα είναι ίσο με το 80% του καταβαλλόμενου κατά τη λύση της σύμβασης μηνιαίου μισθού ή του εικοσιπενταπλασίου του καταβαλλόμενου ημερομισθίου και δεν θα υπερβαίνει το ποσό των 1.500 ευρώ. Η μηνιαία αυτή ειδική επιδότηση ανεργίας θα αναπροσαρμόζεται κατ’ έτος κατά το ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή της Ε.Σ.Υ.Ε. αρχής γενομένης από 1.1.2007.
5. Κατά το διάστημα της ειδικής επιδότησης ανεργίας συνεχίζεται η ασφάλιση των επιδοτουμένων στους οικείους ασφαλιστικούς φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης και για όλους τους κλάδους στους οποίους ασφαλίζονται ως μισθωτοί. Υπόχρεος για την παρακράτηση και απόδοση των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών για όλους τους κλάδους είναι ο Ο.Α.Ε.Δ.. Ο παραπάνω χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται υπόψη για τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων για συνταξιοδότηση με πλήρη ή μειωμένη σύνταξη, καθώς και των απαιτούμενων από την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 825/1978, όπως ισχύει κάθε φορά, χρονικών προϋποθέσεων. Οι εισφορές για κύρια ασφάλιση υπολογίζονται επί της ανώτερης ασφαλιστικής κλάσης του τελευταίου τριμήνου πριν από την καταγγελία της σύμβασης στην οποία κατατάσσονται οι επιδοτούμενοι βάσει των πράγματι καταβληθεισών αποδοχών τους. Επί της βάσης αυτής, όπως κάθε φορά ισχύει, θα εξακολουθήσει η καταβολή των εισφορών καθ’ όλη τη διάρκεια της ειδικής επιδότησης.
Οι εισφορές για επικουρική ασφάλιση υπολογίζονται επί των αυτών ποσών της κύριας ασφάλισης.
Όσοι μισθωτοί ήταν ασφαλισμένοι για τουλάχιστον έξι (6) μήνες κατά τους τελευταίους δώδεκα (12) μήνες της εργασίας τους στον κλάδο των βαρέων και ανθυγιεινών ή των οικοδομικών του Ι. Κ. Α. λόγω της ειδικότητας τους ή της φύσης της εργασίας τους θα συνεχίσουν να ασφαλίζονται στον κλάδο αυτόν καθ’ όλη τη διάρκεια της ειδικής επιδότησης ανεργίας.
6. Στον αριθμό ημερών ασφάλισης κατά το χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας κατά τα παραπάνω, συνυπολογίζεται ο χρόνος στρατιωτικής θητείας κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του ν. 1358/1983, όπως κάθε φορά ισχύουν, καθώς και το σύνολο των ημερών εργασίας σε οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης, με εξαίρεση την περίπτωση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος με βάση τις διατάξεις περί 35ετίας στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 825/1978, όπως κάθε φορά ισχύουν.
7. Για την ένταξη και την επιδότηση των μισθωτών στο πρόγραμμα της ειδικής επιδότησης ανεργίας, πέραν των παραπάνω διατάξεων, ισχύουν οι διατάξεις περί επιδοτήσεως των κοινών ανέργων από τον Ο.Α.Ε.Δ.. Η ειδική επιδότηση ανεργίας θα αναστέλλεται αν υπάρξει οποιασδήποτε μορφής απασχόληση του επιδοτούμενου.
8. Στους μισθωτούς των οποίων θα καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας ή θα παραιτηθούν σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 12 του παρόντος άρθρου, στα πλαίσια της εξυγίανσης της εταιρείας, καταβάλλεται από τον Ο.Α.Ε.Δ., πέραν από την αποζημίωση απολύσεως που έλαβαν ήδη από τη Β.Φ.Λ. Α.Ε., ένα επιπλέον βοήθημα το οποίο υπολογίζεται κλιμακωτά ως εξής:
– Για ποσό νόμιμης αποζημίωσης μέχρι 15.000 ευρώ το βοήθημα του Ο.Α.Ε.Δ. ισούται με το 100% της νόμιμης αποζημίωσης.
– Για ποσό νόμιμης αποζημίωσης από 15.001 ευρώ μέχρι 20.000 ευρώ το βοήθημα του Ο.Α.Ε.Δ. ισούται με το 80% της νόμιμης αποζημίωσης.
– Για ποσό νόμιμης αποζημίωσης από 20.001 ευρώ μέχρι 30.000 ευρώ το βοήθημα του Ο.Α.Ε.Δ. ισούται με το 70% της νόμιμης αποζημίωσης.
– Για ποσό νόμιμης αποζημίωσης από 30.001 ευρώ μέχρι 40.000 ευρώ το βοήθημα του Ο.Α.Ε.Δ. ισούται με το 60% της νόμιμης αποζημίωσης.
– Για ποσό νόμιμης αποζημίωσης από 40.001 ευρώ μέχρι 50.000 ευρώ το βοήθημα του Ο.Α.Ε.Δ. ισούται με το 50% της νόμιμης αποζημίωσης.
– Για ποσό νόμιμης αποζημίωσης από 50.001 ευρώ μέχρι 60.000 ευρώ το βοήθημα του Ο.Α.Ε.Δ. ισούται με το 45% της νόμιμης αποζημίωσης.
– Για ποσό νόμιμης αποζημίωσης από 60.001 ευρώ μέχρι 70.000 ευρώ το βοήθημα του Ο.Α.Ε.Δ. ισούται με το 40% της νόμιμης αποζημίωσης.
– Για ποσό νόμιμης αποζημίωσης από 70.001 ευρώ μέχρι 80.000 ευρώ το βοήθημα του Ο.Α.Ε.Δ. ισούται με το 35% της νόμιμης αποζημίωσης.
– Για ποσό νόμιμης αποζημίωσης πάνω από 80.001 ευρώ το βοήθημα του Ο.Α.Ε.Δ. ισούται με το 20% της νόμιμης αποζημίωσης.
Από το άνω βοήθημα του Ο.Α.Ε.Δ. αφαιρείται το ποσό εκείνο πέραν της νόμιμης αποζημίωσης το οποίο έχει ήδη καταβάλει η Β.Φ.Λ. Α.Ε. κατά την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας.
Με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Δ., καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και το ύψος της δαπάνης, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την καταβολή του επιπλέον βοηθήματος.
9. Όσοι εργαζόμενοι έχουν συμπληρώσει κατά την ημέρα της δημοσίευσης του παρόντος νόμου προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδοτήσεως, δεν υπάγονται στις διατάξεις αυτού.
10. Για το σύνολο των εργαζομένων από την ημερομηνία απόλυσης τους από τη Β.Φ.Λ. Α.Ε. ή από την ημερομηνία παραίτησης τους κατά τους ορισμούς της παραγράφου 12 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά 3% η συνολική βαθμολογία που συγκεντρώνουν κατά τη συμμετοχή τους σε διαδικασίες διορισμού ή πρόσληψης βάσει προκηρύξεων οι οποίες θα εκδοθούν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου μέχρι 31.12.2011 σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει.
11. Εργαζόμενοι στο εργοστάσιο Θεσσαλονίκης της Β.Φ.Λ. Α.Ε., των οποίων η σύμβαση εργασίας καταγγέλθηκε ή παραιτήθηκαν στα πλαίσια της εξυγίανσης της εταιρείας από 4.12.2006 μέχρι 31.1.2007, έχουν δικαίωμα να ενταχθούν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 3 του ν. 3448/2006.
12. Εργαζόμενοι οι οποίοι θα συνεχίσουν να εργάζονται στο εργοστάσιο Θεσσαλονίκης της Β.Φ.Λ. Α.Ε., καθώς και εκείνοι που θα μετακινηθούν στο εργοστάσιο Καβάλας και απολυθούν για λόγο μη οφειλόμενο σε υπαιτιότητα τους, ή παραιτηθούν μέσα σε έξι (6) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, μπορούν να ενταχθούν στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υποβάλλοντας σχετική υπεύθυνη δήλωση – αίτηση στον Ο.Α.Ε.Δ. εντός μηνός από την απόλυση ή παραίτηση τους.
Ειδικά εργαζόμενοι οι οποίοι θα συνεχίσουν να εργάζονται στο εργοστάσιο Θεσσαλονίκης της Β.Φ.Λ. Α.Ε. και μετά την παρέλευση της παραπάνω εξάμηνης προθεσμίας αποκλειστικά για να θέσουν σε ασφαλή μακροχρόνια κράτηση τις εγκαταστάσεις και παραγωγικές μονάδες του εργοστασίου Θεσσαλονίκης, καθώς και να προσφέρουν τις αναγκαίες προς τούτο οικονομικές και διοικητικές υπηρεσίες, μπορούν να ενταχθούν στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υποβάλλοντας σχετική υπεύθυνη δήλωση – αίτηση στον Ο.Α.Ε.Δ. εντός μηνός από την απόλυση τους.
13. Οι δαπάνες που προκαλούνται για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού πλην του προγράμματος της ειδικής επιδότησης ανεργίας, καλύπτονται από τον προϋπολογισμό του Ο.Α.Ε.Δ..
14. Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή του προγράμματος της ειδικής επιδότησης ανεργίας της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, καθώς και από το επιπλέον βοήθημα της παραγράφου 8 καλύπτονται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Άρθρο 24
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.